Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, πολλοί νέοι κατέφθασαν στην Ουάσιγκτον, ελπίζοντας να ξεκινήσουν τις καριέρες τους στον δημόσιο τομέα, καθώς η κυβέρνηση των ΗΠΑ έκανε πολλές προσλήψεις. Μεταξύ αυτών ήταν η Τζάνετ Χάρλεϊ και η Κάρολιν Μπάσερ, που είχαν μόλις ολοκληρώσει τις σπουδές τους στη Μινεσότα. Αποφάσισαν να μείνουν σε ένα διαμέρισμα του φίλου τους Ρότζερ Πουρ, ο οποίος τους παρουσίασε στην γειτόνισσά του, Ντόροθι Γουάλεν, η οποία προσφέρθηκε να τους φιλοξενήσει μέχρι να βρουν τον δικό τους χώρο.
Η παρέα αυτή σύντομα εξελίχθηκε σε μια σχεδόν οικογενειακή σχέση, καθώς οι περισσότεροι εργάζονταν σε κυβερνητικές υπηρεσίες και μοιράζονταν κοινά ενδιαφέροντα όπως παιχνίδια και εκδρομές. Διοργάνωναν εκδηλώσεις για να γιορτάσουν τις χαρές και τις λύπες ο ένας του άλλου, με χαρακτηριστικά γεγονότα όπως «αγώνες ράλι» και μασκέ πάρτι. Όμως, η ζωή τους ανατράπηκε όταν, αρχές του 1974, ανακοινώθηκε ότι η Τζάνετ διαγνώστηκε με καρκίνο του μαστού σε προχωρημένο στάδιο. Η είδηση άφησε τους φίλους της σοκαρισμένους.
Πλήρεις ανησυχίας, οι φίλοι της αποφάσισαν να διοργανώσουν μια εξαιρετική γιορτή για να γιορτάσουν τη ζωή της. Αντλώντας έμπνευση από μια φωτογραφία της προσωπικής γραμματέως του προέδρου Νίξον που είχε ποζάρει με σαμπάνια σε ένα πικνίκ στο National Mall, θέλησαν να επαναλάβουν κάτι αντίστοιχο. Μετά από σημαντική πειθώ, εξασφάλισαν άδεια από την Υπηρεσία Εθνικών Πάρκων και προετοίμασαν μια μαγευτική εκδήλωση.
Το πρωί της 19ης Ιουλίου, η Κάρολιν ξύπνησε την Τζάνετ και της έδωσε ένα φόρεμα που είχε στείλει η μητέρα της. Ένας φίλος τη περίμενε με άμαξα, και στη συνέχεια κατευθύνθηκαν στη Λιμνούλα. Εκεί, τους περίμενε ένα εντυπωσιακό τραπέζι για 12 άτομα, με πορσελάνινες πιατέλες και κηροπήγια. Μια ορχήστρα έπαιζε απαλή μουσική, και οι φίλοι, ντυμένοι με επίσημα ρούχα, γιόρτασαν με σαμπάνια και εκλεκτά φαγητά, όπως στρείδια.
Η Τζάνετ έλαμπε εκείνη την ημέρα, καθώς η γιορτή έγινε τρόπος για να γιορτάσουν όλοι μαζί τη ζωή τους και την φιλία τους. Ωστόσο, το πάρτι τέλειωσε γρήγορα, καθώς όλοι έπρεπε να προετοιμαστούν για τις δουλειές τους. Αργότερα, έμαθαν ότι η συγκέντρωσή τους είχε καλυφθεί από τις τοπικές ειδήσεις και τη φωτογραφία τους είδαν την επόμενη μέρα στην εφημερίδα “Washington Post”. Χρόνια αργότερα, η κόρη του φωτογράφου που είχε απαθανατίσει τη στιγμή συνάντησε μέλη της παρέας και επανένωσε την ιστορία τους.
Η Τζάνετ έφυγε από τη ζωή το 1982, σε ηλικία 35 ετών, αλλά η μνήμη της και η αγάπη που μοιράστηκαν όλοι αυτοί οι φίλοι παραμένει ζωντανή. Η αναπαράσταση της γιορτής τους, πενήντα χρόνια μετά, επανέφερε τις αναμνήσεις, με αρκετές καρέκλες άδειες, θυμίζοντας την απουσία της Τζάνετ, ενώ οι φίλοι τους θυμούνταν με νοσταλγία εκείνες τις στιγμές.
Αυτή η ιστορία, αν και δεν σώζει τον κόσμο, προσφέρει μια τρυφερή ματιά στην ανθρωπιά και την υποστήριξη που μπορούμε να παρέχουμε ο ένας στον άλλο, ειδικά σε δύσκολες στιγμές. Πηγή: tanea.gr