Συμπληρώνονται αυτές τις ημέρες 51 χρόνια από την αρχή της ελληνοτουρκικής διαμάχης για το Αιγαίο, η οποία εκκινεί με μια τουρκική αντίδραση σε ανακοίνωση του τότε δικτατορικού καθεστώτος για έρευνες υδρογονανθράκων. Η διαμάχη εξελίχθηκε σε συνολική αμφισβήτηση του status quo. Επίσης, σε λίγο θα κλείσουν 30 χρόνια από την κύρωση από την Ελληνική Βουλή της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, που δίνει σε κάθε κράτος το δικαίωμα να καθορίσει το εύρος της χωρικής του θάλασσας, το οποίο μπορεί να φτάσει μέχρι τα 12 ναυτικά μίλια. Παρά τη δυνατότητα αυτή, τα ελληνικά χωρικά ύδατα παραμένουν στα 6 μίλια, με τους γεωλογικούς πόρους που βρίσκονται στον βυθό της θάλασσας να παραμένουν ανεξερεύνητοι.
Σύμφωνα με το νόμο (2321/95) που κύρωσε τη Σύμβαση του ΟΗΕ, η Ελλάδα έχει το δικαίωμα να επεκτείνει το εύρος των χωρικών της υδάτων μέχρι 12 ναυτικά μίλια. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 30 ετών, έχουν διαχειριστεί το θέμα έξι διαφορετικά κόμματα και έξι πρωθυπουργοί, χωρίς κανένας να έχει ενεργοποιήσει το δικαίωμα αυτό. Παρά την αναγνώριση του δικαιώματος, αυτό παραμένει ανενεργό.
Μια συνέπεια της αποχής από την άσκηση αυτού του δικαιώματος είναι η συρρίκνωση της εθνικής κυριαρχίας. Επιπλέον, η παραμονή των ορίων της ελληνικής χωρικής θάλασσας σε αβεβαιότητα δυσκολεύει τη χάραξη των ορίων της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Επομένως, η Ελλάδα στερείται την εκμετάλλευση των θαλάσσιων πόρων σε μια περιοχή που της ανήκει, ενώ οποιαδήποτε περαιτέρω αναβολή της ρύθμισης των θαλάσσιων ζωνών καθιστά τη διαδικασία όλο και πιο περίπλοκη.
Ταυτόχρονα, η Τουρκία συνεχώς προσθέτει νέες διεκδικήσεις, οι οποίες πρέπει να αντιμετωπιστούν. Η συλλογική συνείδηση αναγνωρίζει την ανάγκη να κατοχυρωθεί το Αιγαίο ως «ελληνική λίμνη», με την έννοια ότι οτιδήποτε λιγότερο θεωρείται εθνική προδοσία. Στη δημόσια συζήτηση, το ζήτημα των 12 μιλίων έχει μετατραπεί από μια πιθανότητα σε επιτακτική απαίτηση, με σαφή απαίτηση για επέκταση στα 12 μίλια.
Η Ελλάδα έχει προσπαθήσει τουλάχιστον δύο φορές να προσεγγίσει την Τουρκία με σκοπό την ειρηνική επίλυση της διαφοράς. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε καταφέρει να πείσει τον Ντεμιρέλ να εξετάσει την ειρηνική λύση μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου, αλλά τελικά η Τουρκία υπαναχώρησε.Η δεύτερη προσπάθεια έγινε με τη στρατηγική του Ελσίνκι από τον Κώστα Σημίτη, η οποία προέβλεπε την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, υπό την προϋπόθεση της ειρηνικής λύσης των διαφορών. Ωστόσο, αυτή τη φορά η Ελλάδα δεν κατάφερε να αξιοποιήσει την ευκαιρία.
Η κατάσταση αυτή έχει οδηγήσει σε περιόδους έντασης και ύφεσης, χωρίς ωστόσο να προκύψει πραγματική ευκαιρία για λύση. Η απουσία εμπιστοσύνης στις δυνατότητες της ελληνικής πλευράς να διαπραγματευτεί αποτελεσματικά φαίνεται να περιορίζει την επιθυμία για αναγκαίες κινήσεις. Να σημειωθεί ότι οι φορείς που εμφανίζονται πιο πατριωτικοί συχνά φαίνονται να περιορίζουν την πραγματική εθνική κυριαρχία πίσω από την προστασία ενός ανενεργού δικαιώματος.
Ένας παλαιός διπλωμάτης με μακρά θητεία στο ελληνοτουρκικό πεδίο είχε δηλώσει ότι η διένεξη μπορεί να λυθεί είτε με οργανωμένες διαπραγματεύσεις, μέσω διεθνών συμμαχιών, είτε με άτακτη διαπραγμάτευση μετά από κάποια κρίση. Το ιδανικό είναι η πρώτης κατηγορίας προσέγγιση, αλλά ποτέ δεν έχει καταστεί εφικτό.
Πηγή: tanea.gr